- φιλάθλους
- φίλαθλοςfond of gamesmasc/fem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
PAS Giannina F.C. — PAS Giannina Full name Πανηπειρωτικός Αθλητικός Σύλλογος Γιάννινα (Panepirotic Athletic Association Giannina) Nickname(s) Ajax of Epirus Pagourades (Canteen Men) Founded … Wikipedia
αυτοκίνητο — Όχημα το οποίο κινείται με κινητήρα που έχει πάνω του και το οποίο δεν σέρνεται από εξωτερική δύναμη. Γενικά χερσαίο όχημα που είναι κατασκευασμένο για να κινείται κατά κανόνα σε δρόμους και αντλεί την απαραίτητη για την κίνησή του ωστική δύναμη… … Dictionary of Greek
Άρης Θεσσαλονίκης — Αθλητικός σύλλογος που δημιουργήθηκε το 1914 στη συμπρωτεύουσα, δύο χρόνια μετά την ενσωμάτωσή της στο ελληνικό κράτος και στις παραμονές κήρυξης του Α’ Παγκοσμίου πολέμου. Η ομάδα δημιουργήθηκε από έναν πυρήνα ποδοσφαιριστών στην περίφημη Καμάρα … Dictionary of Greek
Βέρμιο — Όρος (2.052 μ.) της Μακεδονίας, φυσικό όριο της πεδιάδας Καμπανίας και του υψιπέδου της Κοζάνης. Συνδέεται στα Β με το όρος Βόρας στα στενά Έδεσσας και στη λεκάνη της Βεγορίτιδος λίμνης, ενώ οι νότιες απολήξεις του καταλήγουν στη βόρεια όχθη του… … Dictionary of Greek
φίσκα — άκλ., επίθ. ή επίρρ., χωρίς διάκριση γένους, υπερπλήρης, πολύ γεμάτος, ως εκεί που να μη χωρεί άλλο, ως επάνω, ως τα χείλη, κάργα, ξέχειλα: Οι κερκίδες του γηπέδου ήταν φίσκα από φιλάθλους. – Του γέμισες φίσκα το ποτήρι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φουλ — το άκλ. (λ. αγγλ.) 1. συνδυασμός τριών όμοιων τραπουλόχαρτων με άλλα δύο όμοια στα παιχνίδια του πόκερ και της πόκας: Φουλ του άσου. 2. χωρίς το άρθρο ως επίθ., φουλ πλήρης, γεμάτος, κατάμεστος: Το γήπεδο ήταν φουλ από φιλάθλους. 3. ως επίρρ.,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)